ходко - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ходко - translation to πορτογαλικά


ходкий      
(о товаре) vendável, de boa saída ; (имеющий большой спрос) de grande procura ; (быстрый) ligeiro, rápido, veloz ; (о парусном судне) veleiro, (часто употребляемый) corrente, correntio ; (общеупотребительный) de uso geral
ходко      
(быстро) rapidamente, velozmente
ходок      
andarilho (m), andador (m) ; papa-léguas (m) ; {устар.} (ходатай) delegado (m), emissário (m)

Ορισμός

ходко
нареч. разг.-сниж.
Соотносится по знач. с прил.: ходкий (2,3).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ходко
1. Однако это им удалось не сразу- (трактор двигался ходко, грозно.
2. Особенно ходко идет торговля в Хеллоуин и на Рождество.
3. В этот день шли ходко, и земля быстро приближалась.
4. Причём на рынок выходят хорошие дельцы, которые умеют продавать, знают, что ходко идёт.
5. Относительно нее нас несло с приличной скоростью - побыстрее, пожалуй, ходко идущего человека.